- χιτωνίας
- χιτωνίᾱς , χιτωνίαdressfem acc plχιτωνίᾱς , χιτωνίαdressfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χιτώνη — και Χιτωνέα και Κιθώνη, ἡ, Α [χιτών] 1. προσωνυμία τής Αρτέμιδος, η οποία απεικονιζόταν σε κυνήγι φορώντας δωρικό χιτώνα 2. αττικός δήμος στους πρόποδες τής Πάρνηθος, όπου τελούσαν τα Χιτώνια προς τιμήν τής Αρτέμιδος Χιτωνίας … Dictionary of Greek